- σκορβούτο
- (Ιατρ.). Νόσος που προκαλείται από ένδεια των βιταμινών C και Ρ. Είναι γνωστή από αιώνες και πολλές επιδημίες έχουν παρουσιαστεί κατά το παρελθόν και στην Ευρώπη· ιδιαίτερα προσβάλλονταν οι ναυτικοί κατά την εποχή των μεγάλων εξερευνήσεων, εξαιτίας έλλειψης νωπών τροφών. Το σ. χαρακτηρίζεται από έλκη και αιμορραγίες των ούλων, που πρήζονται, των βλεννογόνων και του δέρματος και από καχεξία. Αρχίζει συνήθως με απίσχναση, αδυναμία, αναιμία, μελαγχολία· στη συνέχεια εμφανίζονται οι αιμορραγίες με πόνους στους μυς και στις αρθρώσεις, που προκαλούνται από εσωτερικές βλάβες· για να εμφανιστεί η νόσος στον ενήλικο απαιτούνται δύο έως έξι μήνες διατροφής στερούμενης βιταμίνης C. Η πάθηση αποφεύγεται με την καθημερινή πρόσληψη ωμών τροφών, ιδίως φρούτων και χορταρικών (πορτοκάλια, λεμόνια, ντομάτες, πατάτες). Οι ημερήσιες ανάγκες του οργανισμού σε βιταμίνη C υπολογίζονται στα 50 mg. Ο άνθρωπος πρέπει να τρώγει ωμή τροφή κάθε μέρα, γιατί η βιταμίνη C καταναλώνεται χωρίς να αποθηκεύεται στον οργανισμό.
* * *και σκορμπούτο, το, Ν1. ιατρ. η κλινική μορφή τής υποβιταμίνωσης C, μία από τις πιο παλαιές διαταραχές τής θρέψης, που προκαλείται από έλλειψη τής βιταμίνης C και χαρακτηρίζεται από πρήξιμο και αιμορραγία τών ούλων, από χαλάρωση τών δοντιών, πόνο και δυσκαμψία στις αρθρώσεις και στα κάτω άκρα, υποδόρια αιματώματα, αιμορραγίες τών εσωτερικών ιστών, αργή επούλωση τών πληγών, αναιμία και προϊούσα καχεξία2. φρ. «παιδικό σκορβούτο» ή «σκορβούτο τών νεογνών»ιατρ. σκορβούτο που προσβάλλει τα μικρά παιδιά τα οποία τρέφονται με υποκατάστατα τού μητρικού γάλακτος χωρίς βιταμίνη C και χαρακτηρίζεται, κυρίως, από εξοίδηση τών κάτω άκρων, από πόνους τών αρθρώσεων και από αλλοιώσεις τών αναπτυσσόμενων οστών, αλλ. νόσος τού Μπάρλοου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scorbuto].
Dictionary of Greek. 2013.